σανσόν

σανσόν
το, Ν
άκλ.
1. γαλλικό έντεχνο τραγούδι τού Μεσαίωνα και τής Αναγέννησης
2. φρ. «σανσόν ντε ζεστ» — ηρωικά άσματα και ποιήματα που ανήκουν στην προφορική λογοτεχνική παράδοση τής Γαλλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chanson «τραγούδι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ροντέλ — και ροντέλο, το, Ν άκλ. μουσ. είδος ροντώ με 13 στίχους, μορφή που προτιμούσε ο Κάρολος τής Ορλεάνης και την ονόμασε σανσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. rondel «μικρός κύκλος»] …   Dictionary of Greek

  • Ραχήλ, Ελίζα Φελίξ — (Rachel, 1821 – 1858). Διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός. Καταγόταν από οικογένεια φτωχών μικροεμπόρων. Τα πρώτα της μαθήματα υποκριτικής πήρε από τον ηθοποιό και παιδαγωγό Ζ. Σανσόν. Το 1837 πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο «Ζυμνάζ» και το 1838 στην «Κομεντί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”